- συγκρατοῦσα
- συγκρατέωhold togetherpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)συγκρατέωhold togetherpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκρατούσας — συγκρατούσᾱς , συγκρατέω hold together pres part act fem acc pl (attic epic doric) συγκρατούσᾱς , συγκρατέω hold together pres part act fem gen sg (doric) συγκρατούσᾱς , συγκρατέω hold together pres part act fem acc pl (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιμαλίζω — Α 1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ τό συγκρατούσα με τον αντίχειρα β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο 2. (κατ επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα 3. καταδακτυλίζω* 4. φρ.… … Dictionary of Greek